λιτιγιόσος

λιτιγιόσος
λιτογιόσος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αποτελεί θέμα δίκης ή που τίθεται υπό αμφισβήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. litigiōsus, -a, -um «δικομανής, αυτός που είναι αντικείμενο δίκης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”